κρατικοποίηση

κρατικοποίηση
[-ις (-εως)] η огосударствление; национализация

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "κρατικοποίηση" в других словарях:

  • κρατικοποίηση — η [κρατικοποιώ] η ανάληψη τής κυριότητας και τής εκμετάλλευσης ιδιωτικών επιχειρήσεων από το κράτος …   Dictionary of Greek

  • κρατικοποίηση — η η ανάληψη και εκμετάλλευση από το κράτος πράγματος, επιχείρησης κ.ά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εθνικοποίηση — Το σύνολο των μέτρων με τα οποία παραγωγικές επιχειρήσεις ή και ολόκληροι τομείς της οικονομίας περιέρχονται υπό την κυριότητα και τον έλεγχο του κράτους. Ο όρος είναι δημιούργημα της σύγχρονης εποχής και χρησιμοποιείται με πολλές παραπλήσιες… …   Dictionary of Greek

  • Μοσαντέκ, Μοχάμετ — (Mosaddeq Mohammad, Τεχεράνη 1880 – 1967). Ιρανός πολιτικός και πρωθυπουργός του Ιράν (1951 53). Αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές του στην Ελβετία, στο Πανεπιστήμιο της Λοζάνης, επέστρεψε στο Ιράν (1914), αναλαμβάνοντας τη γενική διοίκηση της… …   Dictionary of Greek

  • επανάσταση — Η ριζική μεταβολή μιας ορισμένης τάξης πολιτικών και κοινωνικών πραγμάτων, η οποία, σε γενικές γραμμές, βασίζεται στην υποτιθέμενη ή στην πραγματική θέληση των λαϊκών μαζών και πραγματώνεται οργανωμένα και συνειδητά με μια ενέργεια περισσότερο ή… …   Dictionary of Greek

  • Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Λυκούδης, Γεώργιος — (Πάτρα 1895 – Αθήνα 1955). Βιολονίστας, αρχιμουσικός και μουσικοκριτικός. Σπούδασε βιολί στην Αθήνα και στο ωδείο των Βρυξελλών. Το 1915 επέστρεψε στην Ελλάδα, διορίστηκε καθηγητής στο Ωδείο Αθηνών και δημιούργησε ένα από τα πρώτα ελληνικά… …   Dictionary of Greek

  • εθνικοποίηση — εθνικοποίηση, η και εθνοποίηση, η 1. το να γίνεται κάτι εθνικό (κρατικό), δηλ. κτήμα του κράτους, η κρατικοποίηση. 2. η μεταβίβαση στο κράτος ή σε συλλογικά όργανά του της ιδιοκτησίας και εκμετάλλευσης ορισμένων μέσων παραγωγής, που ανήκουν σε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»